- πλεοχροϊκός
- -ή, -ό, Νφρ. «πλεοχροϊκή άλως»(κρυσταλλ.-φυσ.) έγχρωμοι δακτύλιοι που σχηματίζονται γύρω από ένα ραδιενεργό ξένο σώμα το οποίο είναι εγκλεισμένο σε ένα ορυκτό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleochroic (< πλείων / πλέων «περισσότερος» + χρόος / χρους)].
Dictionary of Greek. 2013.